..ήμουν σε αυτή την κατάσταση, ουδετερότητας.
Δεν ήξερα τίποτα, μιλούσα με πολλούς, πολλοί ανησυχούσαν για 'μένα, δεν είχα στόχους, λέγανε.
Και ήταν καλοκαίρι και πήγα για μπάνιο με έναν φίλο μου, τον Α. 'Ετυχε και ήμασταν οι δυο μας, μάλλον δε θα μπορούσε άλλος από την παρέα. Και σαν σοβαρό παιδί που είναι με ρώτησε σε ποιά κατεύθυνση θα πήγαινα, ξεκινούσε η δευτέρα λυκείου, σε ποιά σχολή θα στόχευα. Του μίλησα ειλικρινά, ότι δεν με ένοιαζε, ότι θα περνούσα όπου θέλανε και αποφασίζανε οι γονείς μου. Και όταν θα τελείωνα τη σχολή θα ανέβαινα σε ένα βουνό να ζωγραφίζω.
''Και γιατί δεν πας στην καλών τεχνών;'', με ρωτάει. Και καθάρισαν όλα τα σύννεφα. Δεν θυμάμαι αν ήξερα καν για τη σχολή αυτή, επαρχεία ήμασταν, θα είχα ακούσει αλλά δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Μετά από λίγο ήρθαν οι δικοί μου να με πάρουν με το αμάξι. Άνοιξα τη πόρτα, μπήκα μέσα και τους ανακοίνωσα: θα πάω στην καλών τεχνών. Ένα χρόνο και δυο μήνες αργότερα είχα περάσει.
Προσπαθώ λοιπόν να φανταστώ τί θέλω να κάνω, όχι άμεσα, αργότερα, μήπως και έρθει πάλι η αναλαμπή. Τί σκατά θέλω να κάνω; Γιατί έχω βαλτώσει έτσι; Πάλι όλοι ανησυχούν με την αδράνειά μου, πάλι τίποτα δεν έχει νόημα, πάλι είμαι χαμένη και δεν ξέρω από πού είναι η έξοδος.
Δουλειά, ναι, θέλω να έχω τα δικά μου λεφτά. Ζωγραφική, ναι, την αγαπώ. Αλλά δεν ξέρω τί θέλω να κάνω. Πού είναι η καλή μου νεράιδα; Όχι να με μεταμορφώσει σε πριγκίπισσα (με δουλειά στη προκειμένη περίπτωση) αλλά να μου δείξει τί στα κομμάτια θέλω.
Δεν ήξερα τίποτα, μιλούσα με πολλούς, πολλοί ανησυχούσαν για 'μένα, δεν είχα στόχους, λέγανε.
Και ήταν καλοκαίρι και πήγα για μπάνιο με έναν φίλο μου, τον Α. 'Ετυχε και ήμασταν οι δυο μας, μάλλον δε θα μπορούσε άλλος από την παρέα. Και σαν σοβαρό παιδί που είναι με ρώτησε σε ποιά κατεύθυνση θα πήγαινα, ξεκινούσε η δευτέρα λυκείου, σε ποιά σχολή θα στόχευα. Του μίλησα ειλικρινά, ότι δεν με ένοιαζε, ότι θα περνούσα όπου θέλανε και αποφασίζανε οι γονείς μου. Και όταν θα τελείωνα τη σχολή θα ανέβαινα σε ένα βουνό να ζωγραφίζω.
''Και γιατί δεν πας στην καλών τεχνών;'', με ρωτάει. Και καθάρισαν όλα τα σύννεφα. Δεν θυμάμαι αν ήξερα καν για τη σχολή αυτή, επαρχεία ήμασταν, θα είχα ακούσει αλλά δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Μετά από λίγο ήρθαν οι δικοί μου να με πάρουν με το αμάξι. Άνοιξα τη πόρτα, μπήκα μέσα και τους ανακοίνωσα: θα πάω στην καλών τεχνών. Ένα χρόνο και δυο μήνες αργότερα είχα περάσει.
Προσπαθώ λοιπόν να φανταστώ τί θέλω να κάνω, όχι άμεσα, αργότερα, μήπως και έρθει πάλι η αναλαμπή. Τί σκατά θέλω να κάνω; Γιατί έχω βαλτώσει έτσι; Πάλι όλοι ανησυχούν με την αδράνειά μου, πάλι τίποτα δεν έχει νόημα, πάλι είμαι χαμένη και δεν ξέρω από πού είναι η έξοδος.
Δουλειά, ναι, θέλω να έχω τα δικά μου λεφτά. Ζωγραφική, ναι, την αγαπώ. Αλλά δεν ξέρω τί θέλω να κάνω. Πού είναι η καλή μου νεράιδα; Όχι να με μεταμορφώσει σε πριγκίπισσα (με δουλειά στη προκειμένη περίπτωση) αλλά να μου δείξει τί στα κομμάτια θέλω.