Κουλουριασμένος στα στρωσίδια δεν τον χωρά το μυαλό του. Βρίσκει τον διακόπτη, ανάβει το μικρό φωτάκι. Ανακάθεται πανικόβλητος. Συνειδητοποιεί την εικόνα των γυμνών του ποδιών καθώς κρατάει το κεφάλι του μέσα στα δυο του χέρια. Ησυχάζει λίγο. Κοιτά πώς ξεπροβάλλουν σιωπηλά, έτοιμα να τον πάνε, αντίθετα με το μυαλό του που ροκανίζει σκέψεις, χωρίς να φαίνεται και χωρίς να τον πάει πουθενά. Και καταλαβαίνει ότι δεν τους δίνει ποτέ καμία συνειδητή σημασία. Ακούραστα και υπάκουα, φιλότιμα πόδια.
Η πρώτη σκέψη του λέει να πιει αλκοόλ πολύ και μετά να ξεχαστεί μέσα σε ένα όμορφο πρόσωπο, να το χαϊδέψει και μετά να χαϊδέψει τη μέση της, να δεχτεί στοργή. Δεύτερη σκέψη ότι έτσι μόνο αποφεύγει. Τον ίδιο.
Να πιαστεί αλλού. Οι φίλοι. Σιωπή. Οι καημένοι οι φίλοι, στέκουν πάντα εκεί, ευεργετικοί και σκληροί, τον κοιτάνε θλιμμένα, ακόμα και μέσα στον ενθουσιασμό τους. Ξέρουν πως δεν είναι ευτυχής. Ξέρει πως δεν είναι κι εκείνοι ευτυχείς. Ακόμα πιο θλιμμένα κοιτούν οι δικοί του.
Πνίγεται μέσα στη μεγάλη εικόνα του εαυτού του, στον μικρόκοσμό του και κάνει σαματά, «σώστε με».
Φλερτάρει με οποιαδήποτε, είναι όλες ξένες και εξερευνήσιμες. Αν είναι καλές μαζί του, γλυκές και εγκάρδιες, δοτικές, του κάνουν ιδιαίτερο καλό. Θέλει μια όμορφη και δοτική να τον σώσει. Έλκεται από την πιο κοντινή. Πάντα ήταν όμορφη. Και δοτική, γι’ αυτό άλλωστε είναι και φίλη του.
Αγαπά μιαν άλλη, μακρινή. Αν είχε μία και μόνο μία νύχτα ζωής θα την περνούσε μόνο μαζί της, να την κρατά. Αλλά μόνο έτσι, μόνο αν σκεφτεί αρνητικά– αν ήταν η τελευταία νύχτα. Οι αρνητικές σκέψεις έχουν ταυτιστεί μαζί της.
Για την πρώτη μέρα, θα 'θελε μια άγνωστη ερωμένη, να τον καθαρίσει. Θα θέλει όμως κι αυτή αγάπη. Θα είναι ένα ζωάκι που χρειάζεται ανάσες για να ζεσταθεί. Και αυτός πνίγεταιι.
Δεν θα κοιμηθεί. Είναι ήδη πρωί. Φτιάχνει καφέ. Φοβάται τις ώρες που θα έρθουν, τις ώρες που το μυαλό του θα συνεχίσει να δουλεύει.
Γιατί το μυαλό είναι μυαλό, γιατί δεν είναι υπάκουο και φιλότιμο όπως τα πέλματά του;