Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Cartoons


O Ace, είναι ο αδερφός του Luffy : )
Είναι αρκετά ανώριμο το να ασχολείται κανείς με τα cartoon σ' αυτή την ηλικία, αλλά μ'αρέσει - μ' αρέσει και μ' αρέσει. Θυμάμαι είχα πάει στις νύχτες πρεμιέρας και είχα δει, εντελώς τυχαία, το ''Howl' s Moving Castle'', ε, και απλά έφυγα ερωτευμένη με τον Howl.  Είναι ένας μάγος... μαγικός!

(Εντάξει, φαίνεται λίγο φλώρος εδώ...)

Ουφ, είμαι πτώμα, θα δω o.p. και ξεραθώ ***********

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

''Το υπόλοιπό σου είναι κάτω από 1 ευρώ''

''Το υπόλοιπό ΣΟΥ''. Ρε φιλάρα Βόνταφον, γνωριζόμαστε από κάπου;

Τέλοσπάντων, αυτό είναι το λιγότερο σήμερα. Κάνει ψ---κρυο, ένας γεράκος, λίγο καμπουριασμένος, μπροστά από την έξοδο στο μετρό των Αμπελοκήπων, με μωβ παππουδίστικο γιλέκο, τριμμένο σακάκι και παντελόνι, κρατούσε ένα βιβλιαράκι με λεπτό σταυρό που γυάλιζε, στο αριστερό του χέρι. Και στο δεξί το κασκετάκι για τα ψιλά. Και περπατούσε τρεμουλιαστά κι έλεγε, δε καταλάβαινες. Ήθελα πολύ να του δώσω. Δεν είχα. Δε ξέρω αν είμαι τόσο ασυνείδητα ηλίθια που με τρόμαξε ο σταυρός. Αλλά με άγγιξε, σε αντίθεση με το μικρό κοριτσάκι στο μετρό που συνόδευε τον άντρα με το ακορντεόν.

Παρακάτω στην Αλεξάνδρας, μέσα από το τρόλεϊ 19, βλέπω το εξής : ένας αλλοδαπός, μάλλον Πακιστανός, πανύψηλος, πολύ αδύνατος, κατάσκουρος, με τζιν και μακρυμάνικη σκούρα πράσινη μπλούζα, σέρνει ένα καρότσι του σούπερ μάρκετ (το οποίο περιέχει μια σχεδόν άδεια πλαστική άσπρη σακούλα με κάτι), αντίθετα στο ρεύμα του δρόμου, ανάμεσα στις δύο λωρίδες των αυτοκινήτων. Τα μηχανάκια και οι μηχανές προσπερνούσαν. Δεν έτρεχε τίποτα.

Πετάγομαι απέναντι από το σπίτι του δον Ζουάν, να προλάβω το 140. Βλέπω ότι ο οδηγός σταματάει πριν τη στάση και συνειδητοποιώ ότι μια ηλικιωμένη κυρία είναι σωριασμένη διάπλατα στο πεζούλι που χωρίζει τους 2 δρόμους. Η τσάντα της παρακάτω, τα γυαλιά της κρεμόντουσαν στη μυτούλα της κι εκείνη, η καημένη, κοιτούσε ψηλά αποσβολωμένη. Ξαναπέρασα απέναντι, τη σήκωσα αγκαλιάζοντάς την από πίσω, τη μέση. Σχεδόν έκλαιγε.

Ποιό το συμπέρασμα; Ότι ο κόσμος τα έχει παίξει, ότι δε πάμε καθόλου καλά. Δεν είχα δει καν τη γυναίκα, έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο μου.

Δεν έχω φωτογραφική πάνω μου συνεχώς και δυστυχώς δε προλαβαίνονται αυτά τα ρημάδια να τα φωτογραφίσεις. Και δεν είναι και νόμιμο. Αν και δε βρίσκω τί είναι πιο απολαυστικό από το να μπορεί κανείς να απεικονίσει, να φυλακίσει αυτές τις στιγμές παράνοιας. Στα πρόσωπά μας, παντού.

Φαντασιώνομαι ένα κρυφό μηχανισμό, μια μηχανή φωτογραφική που να βρίσκεται κάτω από τα ρούχα μου και να έχει μόλις μια ανεπαίσθητη τρυπούλα για να τραβάει, συνδεδεμένη με ένα καλώδιο που θα καταλήγει στη παλάμη μου για να πατάω το ''κλικ''. Αλλά άντε να ζουμάρεις και άντε να μη σε πετροβολήσουν στη μέση της πλατείας. Δε θυμάμαι ποιός, κάποιος γνωστός φωτογράφος το έκανε, λίγες δεκαετίες πριν. Έβγαζε πορτραίτα έτσι, στο δρόμο. Tον βρήκα.


                                      Many Are Called




A famous series of images by Walker Evans shows portraits of unsuspecting travellers on the New York subway. To capture commuters unaware, Evans made these images covertly using a hidden camera stowed away in his coat, only really made possible by the greater portability and low-light capabilities of modern cameras. What resulted were unselfconscious images of daily New York life, and what is life in the city but a series of arduous journeys back and forth?














"Η ικανοποίηση της δημιουργικής ενόρμησης" περί το 1941

Η ικανοποίηση της δημιουργικής ενόρμησης είναι μια βασική, βιολογική ανάγκη, ουσιαστική για την υγεία του ατόμου. Ο συνολικός της αντίκτυπος στην υγεία της κοινωνίας είναι ανεκτίμητος. Η τέχνη είναι ένα από τα λίγα σημαντικά μέσα που γνωρίζει ο άνθρωπος για να εκφράσει αυτή την ενόρμηση. Γι' αυτό και η δημιουργία τέχνης είναι εξ ίσου συνεχής με τη ζωή. Έχει επιζήσει από όλες τις διώξεις από τον νόμο ή το έθιμο που θέσπισε ο άνθρωπος, και από κάθε δυσκολία που η φύση παρενέβαλε με την απείθεια των υλικών της. Ανεξάρτητα από το πόσο ανυποχώρητη η επιφάνεια ή πόσο αντίξοες οι περιστάσεις, ο άνθρωπος έχει εμμείνει στην καταγραφή των φαντασιών του. Η διαδικασία αυτή είναι ψυχολογικό  παράλληλο αναπόφευκτο σ' όλες τις βιολογικές διαδικασίες. Ο άνθρωπος λαμβάνει και συνεπώς πρέπει ν' αποβάλλει. Αλλιώς, στραγγαλίζεται, πνίγεται. Οι αισθήσεις του ανθρώπου συλλέγουν και συσσωρεύουν, τα συναισθήματα και ο νους μετατρέπουν και διευθετούν, και, δια μέσου της τέχνης, εκπέμπονται για να συμμετάσχουν πάλι στο ρεύμα της ζωής στο οποίο με τη σειρά τους θα επηρεάσουν άλλους ανθρώπους. Γιατί η τέχνη είναι όχι μόνον εκφραστική αλλά και επικοινωνήσιμη, και αυτή η επικοινωνησιμότητα της προσδίδει μια κοινωνική λειτουργία.


                                                     Marc Rothko










Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Fernando Pessoa,

Απόσπασμα από το Βιβλίο της Ανησυχίας.

Επιτέλους ηρεμώ. Όλα τα ερείπια και τα κατάλοιπα εξαφανίζονται απ' τη ψυχή μου, σα να μην υπήρξαν ποτέ. Να' μαι μόνος και γαλήνιος. Η στιγμή που ζω είναι παρόμοια μ' εκείνη κατά την οποία θα προσηλυτιζόμουν σε μια θρησκεία. Κι όμως τίποτα δε με τραβάει ψηλά, έστω κι αν επίσης τίποτα δε με τραβάει χαμηλά. Νιώθω ελεύθερος, σα να είχα πάψει να υπάρχω χωρίς παρ' όλα αυτά να χάσω τις αισθήσεις μου.

Ηρεμώ, ναι, ηρεμώ. Μια βαθιά, γλυκιά σαν κάτι το περιττό, κατεβαίνει μέχρι τα τρίσβαθα του είναι μου. Έχω ήδη διαβάσει τις σελίδες μου, έχω εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μου, τα γεγονότα και οι συμπτώσεις της ύπαρξης -όλα έχουν μετατραπεί σ' ένα αόριστο ημίφως, σ' ένα μόλις ορατό φωτοστέφανο, που περικυκλώνει κάτι ήρεμο που δε ξέρω τι είναι. Οι προσπάθειες που έκανα βάζοντας καμιά φορά τη λησμονιά της ψυχής μου, οι σκέψεις που έκανα βάζοντας καμιά φορά τη λησμονιά της δράσης - μετατρέπονται σ' ένα είδος στοργής απαλλαγμένης από συγκίνηση, σ' ένα είδος τετριμμένης και κενής συμπόνιας.

Όλα αυτά δεν προέρχονται από τη γλυκιά, τρυφερή, συννεφιασμένη μέρα με τους αργούς ρυθμούς. Ούτε απ' αυτή την αύρα που μόλις έχει αρχίσει να σηκώνεται - σχεδόν τίποτα, μετά βίας κάτι παραπάνω απ' τον αέρα που νιώθεις ήδη να τρεμουλιάζει. Ούτε απ' το ανώνυμο χρώμα του ουρανού, με τις αχνές γαλάζιες κηλίδες εδώ κι εκεί. Όχι, όχι, γιατί δεν αισθάνομαι. Βλέπω χωρίς πρόθεση να δω, και βλέπω χωρίς γιατρικό. Συμμετέχω προσεκτικά σ' ένα ανύπαρκτο θέαμα. Δε νιώθω να έχω ψυχή αλλά γαλήνη. Τα εξωτερικά πράγματα, πεντακάθαρα κι ακίνητα ακόμα κι αν σαλεύουν, μου φαίνονται όπως θα φαινόταν ο κόσμος στο Χριστό, όταν ο Σατανάς ήρθε από ψηλά για να τον βάλει σε πειρασμό. Τα πράγματα δεν είναι τίποτα, και καταλαβαίνω γιατί ο Χριστός δεν παρασύρθηκε. Δεν είναι τίποτα, κι αυτό που δε καταλαβαίνω είναι πώς ο Σατανάς, τόσο γέρος και τόσο σοφός, πίστεψε ότι μπορεί να βάλει σε πειρασμό με τόσο μικρό αντάλλαγμα.

Κύλα ανάλαφρη, ω ζωή, που καθόλου δε σε νιώθουμε, ρυάκι της κινούμενης σιωπής, που γλιστράς κάτω απ' τα δέντρα της λησμονιάς! Κύλα χαιδεύοντάς μας, ψυχή, που κανείς δε σε γνωρίζει, ψιθυρίζοντας ότι κανείς δεν μπορεί να δει πίσω απ' τα γερμένα κλαδιά! Κύλα άχρηστη, κύλα χωρίς λόγο, συνείδηση, που δεν είσαι τίποτα, αόριστη λάμψη που αστράφτει μακριά, στο κοίλο των φύλλων, συνείδηση, που κανείς δεν ξέρει από πού έρχεσαι ούτε που πας! Κύλα, κι άφησέ με να ξεχάσω!

Αβέβαιη ανάσα αυτού που δε τόλμησε να ζήσει, γουλιά που πίνει μονοκοπανιά αυτός που δεν μπόρεσε να νιώσει, ανώφελο μουρμούρισμα αυτού που δεν θέλησε να σκεφτεί -πέρνα αργά, πέρνα σιγανά, υπόμεινε τους χειμάρρους όπου σ' έχουν φυλακίσει και την πλαγιά που σε υποχρεώνουν να κατέβεις, πήγαινε κατά τα σκοτάδια ή το φως, τ' αδέρφι του κόσμου, κατά τη δόξα ή την άβυσσο, τ' αδέρφι του Χάους και της Νύχτας - αλλά θυμήσου, σε κάποια σκοτεινά βάθη του εαυτού σου, ότι οι Θεοί ήρθαν μετά από σένα, κι ότι ακόμα κι οι Θεοί περνούν με τη σειρά τους.

(Ένα χρόνο πριν το θάνατό του)



Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Θυμάμαι ->

...πριν 5 χρόνια ένας νεαρός μου μίλησε μέσα στο τρένο για το blog του, μου το έγραψε κάπου. Φυσικά δε κατάλαβα τίποτα, δεν έχω ιδέα που είναι γραμμένο.

 Μμμμ, κάνω ένα μικρό διάλειμμα και ξαναγυρνάω στη δουλειά.

Δε μπορώ να εξηγώ στο καθένα γιατί θέλω να μείνω σπίτι, γιατί έτσι ρε φίλε. Μου τη βάρεσε, θέλω την ησυχία μου. Παρεξηγούνται. Είναι πολύ κουραστικό να βρίσκεις δικαιολογίες και ακόμα περισσότερο να προσπαθείς σε ένα sms να εξηγήσεις τί σκάλωμα υπαρξιακό έχεις φάει. Έλεος. Δικαίωμα στη σιωπή τελοσπάντων.  Δε με νοιάζουν τα γκομενικά σου, για να μη σηκώνω το τηλέφωνο πάει να πει ότι ή κάτι κάνω ή κάτι θέλω να κάνω, όπως και να' χει δε θέλω να μιλήσω και δεν είναι προσωπικό. Χρειάζεται κανείς να μένει μόνος του. Είναι πολύ ξεκούραστοι οι φίλοι που το καταλαβαίνουν, απλά. Τα τηλέφωνα τα έχουμε για να επικοινωνούμε. Άπαξ και δε το χρησιμοποιείς πάει να πει ότι δε θέλεις να επικοινωνήσεις. Και ακόμα περισσότερο, δε θες να εξηγήσεις γιατί δε θέλεις να επικοινωνήσεις. Δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν είναι περίοδος γκρίνιας, είναι περίοδος συγκέντρωσης, έχει τρομερή διαφορά. Δε μπορώ να τρέχω όπου με καλούν, θέλω δύο ώρες να πάω και να έρθω, συν μία ώρα να εγκλιματιστώ πάλι στα δικά μου. Απλά δε γίνεται. ''Και τότε γιατί είδες τον τάδε χτες;''. Γιατί έτσι (και πάλι) ρε φίλε. Γιατί αυτόν ήθελα να δω, γιατί δε μου πρήζει τα σκώτια.

Το τηλέφωνο είναι είδος πολυτελείας ή ανάγκης, αυτή τη στιγμή. Από μακρυά. Για λίγους, ακριβώς γι' αυτούς που τους αρκεί το να μη μιλάς, να μην εξηγείς, να μη βγαίνεις, απλά να λες ''καληνύχτα'' ή ότι.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Reversible

Τελείωσε το κόκκινο, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο κοντά στο πυρήνα τους. Αν υποθέσουμε ότι κάθε άνθρωπος είναι ένα κύτταρο, τότε εκείνοι είναι ευκαρυωτικό, αλλά το κυτταρόπλασμά τους είναι τόσο λίγο που μετα βίας ξεχωρίζει η πλασματική τους μεμβράνη από τη κυτταρική. Μπορείς να δεις ξεκάθαρα το σχήμα του πυρήνα τους, ο οποίος έχει υπερογκωθεί  προκειμένου να επιβιώσει το κύτταρο. Τα λοιπά (κενοτόπιο, ριβοσώματα, μιτοχόνδρια και τα ρέστα) ασφυκτιούν και εξέχουν σαν παράσιτα, μέσα από τη μεμβράνη. Εξηγούμαι: έχουν συγκεντρωθεί τόσο γρήγορα στο στόχο τους, μα τόσο αποκλειστικά ταυτόχρονα, ώστε η ισορροπία τους χάνεται, απειλητικά για τον οργανισμό τους. Είναι οξύθυμοι, πληγωμένοι, αναίσθητοι (αυτοί, οι πιο ευαίσθητοι όλων), στεγνοί.

Το δικό μου κυτταρόπλασμα κοντεύει να πνίξει το πυρήνα. Τα μιτοχόνδρια κάνουν πάρτυ.

Δε ξέρω πως να βοηθήσω ή να βοηθηθώ. Μάλλον μόνο η όψη του άλλου κυττάρου αρκεί και τα λόγια περιττεύουν. Ελπίζω.



Σκεφτόμουν μέσα στο Β5 πως, όταν συναναστρέφονται δύο άνθρωποι, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ερήμην τους, κάτι άλλο, ένα από τον ένα και ένα από τον άλλο, βγαίνει και επικοινωνεί. Δε μας ελέγχουμε, δε καταλαβαίνουμε τί έχει συμβεί, ποτέ απόλυτα. Την ώρα που μιλάς νομίζεις ότι επικοινωνείς, η μάλλον επικοινωνείς, πάνω σε ένα  θέμα. Αλλά αργότερα, βρίσκεις μια αίσθηση μέσα σου, την αίσθηση που σου έχει αφήσει, του άλλου. Μπορεί να τον συμπαθείς, να τον αγαπάς σχεδόν, αλλά να μην αντέχεις αυτή την αίσθηση. Ή μπορεί να μην επικοινώνησες αρκετά αλλά η αίσθησή σου να είναι ονειρική. Άπειροι οι συνδυασμοί. Θέλω να πω πως η δουλειά γίνεται ουσιαστικά χωρίς να το καταλαβαίνουμε ή να καθοδηγούμε. Σα να βγαίνει και να αιωρείται από πάνω μας ένα κομματάκι παζλ, εμείς, σε σχήμα, σχηματοποιημένο αλλά παρ' όλ' αυτά ευμετάβλητο, εξαρτάται την ηλικία κτλ. Αιωρείται πάνω από τον συνομιλητή το αντίστοιχό του κομματάκι. Εκείνα, τα δυο τους, θα προσπαθήσουν να ενωθούν. Όσο μιλάς εσύ εκείνο προσπαθεί να βρει τη πλευρά που κάπως κουμπώνει με του άλλου. Άλλες φορές δε γίνεται καμία σύνδεση, άλλες μικρή, χαλαρή, κι άλλες κουμπώνεις σε ικανοποιητικό βαθμό. Το χρονικό διάστημα που συμβαίνει ένωση τα στοιχεία του ενός εισχωρούν στου άλλου και αντιστρόφως, αυτό είναι που αφήνει και την αίσθηση. Υπάρχει περίπτωση στη προσπάθεια να κουμπώσεις να φθαρεί μία άκρη του παζλ. Ή ενώ βλέπεις πως έχεις κουμπώσει με ανορθόδοξο τρόπο να επιμένεις να μένεις κουμπωμένος.

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Μμμμμ...

...δε ξέρω τί να πω. Ψάχνω μια διασκευή του les pecheurs des perles που ακούω συνέχεια στο kosmos, κανένα αποτέλεσμα.


                                                         Πειραιώς.



Μου αρέσει πολύ να οδηγάει κάποιος και να τραβάω φωτογραφίες. Ελάχιστες βλέπονται, αλλά μου αρέσει πολύ, πολύ. Θα μπορούσα να το κάνω ώρες, για πολλές μέρες, συνέχεια.

Έξω από το παράθυρο φαίνεται ένα μεγάλο ουράνιο τόξο.

Νοιώθω αυτή την ακινησία σκέψης που με τσατίζει, όταν μου συμβαίνει.

Αργότερα:  κάπως καλύτερα, έφαγα λίγο. Καπνός και αναμμένα φώτα, θα δω anime, Ντρέηκ, είναι αντικαταθλιπτικό, ζωγράφισα λίγο, θα συνεχίσω μετά. Στριφτά πάλι, μετά από καιρό, οικον. κρίση, καπνίζω και λιγότερο. Ακούω το γείτονα να μιλάει στο μπαλκόνι, νεαρός, με μαγκιά. Δε θέλω να ξέρω τί έχουν ακούσει εκείνοι με τα δικά μου τηλεφωνήματα μπαλκονιού.. Θεός και ψυχή μας... Μου τηλεφώνησε ένας φίλος από παλιά, του είπα ότι κάθομαι, θα έρθει να δει δουλειά μου, ντρέπομαι, θέλω να στουρθοκαμηλίσω. Και ευτυχώς, όμως, λειτουργεί πάλι ο εγκέφαλός μου, είναι τόσο δυναμωτικό να ενδιαφέρεται κάποιος, θες να σου πει κάτι καλό, θες να κάνεις ότι καλύτερο μπορείς. Ξυπνάς από τη βαρεμάρα και την ηλίθια βαλτώδη θαλπωρή και θες να κάνεις, να κάνεις. Μπορεί να σε τραβάνε προς τα κάτω, σαν αίσθηση, πολλές φορές οι άλλοι, μα άλλες φορές σου θυμίζουν ποιός είσαι, ή μάλλον πιστεύοντας σε σένα σε κάνουν να πιστεύεις κι εσύ, θες να τους δείξεις ότι δε κάνουν λάθος. Και είναι τόσο ωραίο και αληθινά ζωντανό αυτό το συναίσθημα.

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Οδοντόβουρτσα

Πώς να δώσεις στο πασά σου την οδοντόβουρτσά σου όταν δεν έχεις; Αμ;
Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε ανάμεσα σε δύο σπίτια (κόμου-κότου), αποφάσισα να μη  πηγαινοφέρνω τα υπάρχοντά μου, τα ψιλομοίρασα, αλλά δεύτερη οδοντόβουρτσα δεν αξιώθηκα ακόμα να πάρω. Τη πάρκαρα στο ένα κατάλυμα και τη βγάζω έτσι. Μπιχλιάρικο. Κι αναρωτιέμαι. Μήπως αληθεύει η προφήτισσα η Μα'ι'τένα και όταν "επιτέλους" βρεις τον κάποιον, χαλαρώνεις και μένεις με μία οδοντόβουρτσα και ξυρίζεσαι μια στις τόσες, μμμμμ...

Έχω ένα καταπληκτικό τετραδιάκι, με περιμένει, μου τελειώνει το κόκκινο και ανυπομονώ. Κάθε φορά ορκίζομαι ότι το καινούριο θα έχει μόνο ''ουσία'' και όχι πια παράπονα: παράπονα από τη ζωή που είναι σκληρή, από τους άλλους και κυρίως από τον εαυτό μου. Άντε να δούμε μήπως είναι το τυχερό, το λονδρέζικο.

 Αγαπώ πολύ τους φίλους μου, χτες και σήμερα, πολύ. Όλους.

Ο παρακάτω ατάλαντος φωτογράφος είναι ο Αndrei Tarkovsky, χάλια φωτογραφίες, χάλια ταινίες, δε βλέπεται ο άνθρωπος..(αστειεύομαι οφ κορς)


Δεν έκανα τη δουλειά για την οποία ξενύχτησα, απεργίες μετρό και προαστιακός... Αλλά ήπια καφέ και κάναμε μακαρόνια στις 3.00+ κάτι, κάναμε δουλειές στο σπίτι...

Βλέπω πολύ άσχημα όνειρα. Καλό μου υποσυνείδητο δε σε βλέπω πολύ καλά. Προχτές ένα κουνέλι σιχαμένο τυλίχτηκε στο δεξί μου χέρι και με δάγκωσε με δόντια νυχτερίδας, ήταν αδύναμο αλλά κακό, ήθελα να το τινάξω από πάνω μου, είχε κολλήσει. Έπιασα με το αριστερό χέρι το σωματάκι του, λες και είχε βεντουζωθεί το άτιμο, τίποτα. Έπιασα το κεφαλάκι του, το πίεσα, ήταν μαλακό και εύθραυστο, το ένοιωσα να υποχωρεί, το σκότωσα και έπεσε. Είμαι κακή.

Σήμερα ήμουν στο νησί, σε ένα νησί αγνώριστο, μουντό και φθινοπωρινό, με ζητιάνους, σαν ταινία πολέμου. Γνώριζα όλους τους δρόμους και τα σημεία, κι ας ήταν εντελώς αλλοιωμένα. Μπήκαμε σε ένα ταξί, με τη μαμά και τη γιαγιά, προς το σπίτι. Ήταν ένας παρακμιακός ταξιτζής ο οποίος κοιτούσε χυδαία από το καθρεφτάκι του και μου μιλούσε. Εκείνες γελούσαν ενθαρρυντικά, έβρισκαν ότι ταιριάζουμε. Κατέβηκαν λίγο πριν το σπίτι, σα μονάδα. Έμεινα μόνη μου με αυτόν, ήμασταν έξω από το ταξί, ήταν αλλιώτικος τώρα, μεγάλος στην ηλικία, χοντρός με παχύ μουστάκι. Προσπαθούσε να με πείσει, το σκεφτόμουν. Πόσο ηλίθια είμαι. Σκέφτηκα τον Φερδινάνδο, αντέδρασα μέσα μου και ξύπνησα.


Δε ξέρω γιατί τα λέω όλα αυτά. Μάλλον γιατί μου φαίνομαι περίεργη, για να καταλάβω αν υπάρχει κάτι να καταλάβω πέρα από το ότι δε νοιώθω καλά με τον εαυτό μου, όσο εντάξει κι αν είναι όλα, σχετικά.



                    Καλημέρα, μέρα εποικοδομητική, γουόνα μπι*

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Τζάκι; Tζάκι μπα...

Πολύ πολύ συννεφιασμένα είναι έξω. Μάλλον ο καφές μου έχει γίνει απαραίτητος, μόλις τώρα, μετά από μισό φλιτζάνι, άρχισα να  νοιώθω μια όρεξη για κίνηση... Πρέπει να πάρω απόφαση να πάω να πάρω τσιγάρα - πολλές κινήσεις..Ο λαιμός πονάει αμυδρά, σαγρίζει. Θα ανάψω πρώτη φορά το τζάκι σκέφτομαι.

 

Tο Ferdinand.

Συννεφάκι Φερδινάνδε. Χρειαζόμαστε ονειροκράτορες, να φέρουν τα όνειρα και τις προσδοκίες μας, μάλλον, να μας απογοητεύουν, να μας πονάνε, δε ξέρω γιατί. Ντρέπομαι που δε ξέρω να τα πω όπως τους πρέπουν, τα πράγματα.

Είμαι πολύ όμορφα μελαγχολική σήμερα και μ' αρέσει, δε θέλω τίποτα να μου το χαλάσει.

(Να προσέχω τί εύχομαι)

Πώς μπορούν οι άνθρωποι να φυλακίζουν ο ένας τον άλλο; Τί είναι η ελευθερία; Γιατί δε μπορούν όλοι να είναι απλά μια χαρά; Γιατί όλοι έχουμε πάντα προβλήματα; Ο ένας θέλει ν'αλλάξει το κόσμο, ο άλλος θέλει να τον αγαπάνε όλοι, άλλος να τον σώσουν, άλλος να τον συμπαθούν, να τον βοηθήσουν, όλοι αδύναμοι και μικροί. Οι φίλοι είναι καλοί, όλοι από μακρυά. Όλοι εγωιστές, όλοι μας. Γονείς δένουν τα παιδιά, παιδιά δένουν τους γονείς, πριν καν το καταλάβεις έχεις προσβάλει κάποιον, την ευαισθησία του, την αδυναμία του, τη μικρότητά του. Όλοι θέλουν να τους καταλαβαίνεις, να τους ''διαβάζεις'', να συμπεριφέρεσαι ανάλογα, όπως ''πρέπει''. Μου τη δίνει αυτή η σύμβαση, μου τη δίνει ο ''εαυτός'', όλων. Όλοι να αποδείξουν ότι ''είναι'', να τους πιστεύουν, να τους θαυμάζουν, να μας θαυμάζουν γιατί είμαστε όμορφοι, έξυπνοι, ξεχωριστοί, πολύτιμοι, άρχιντς.

Δεν υπάρχει ανιδιοτέλεια, είπε ο σάτυρος. Μπορεί να έχει δίκαιο τελικά. Πουθενά, ούτε μεταξύ συγγενών πρώτου βαθμού. Πουθενά. Είναι όλοι τόσο πολύπλοκοι. Τόσο μόνοι τους.

Με ηρεμεί κάτι. Μόνο. Αυτή τη στιγμή. Μία σούπα κακοφτιαγμένη, με αγάπη.

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Καφές φίλτρου


Απλά κάνει πλάκα αυτός, ο δε ξέρω ποιός, σταθμός. Το ένα κοψοβλέβικο μετά το άλλο.. With or without you, the immortal, red hot chili peppers και τα ρέστα μου, (που δεν είχα να δώσω ψες)..

Τα "κακά'' μυστικά είναι λυτρωτικό να τα λες, δε σταματάνε να είναι ''κακά'', μα γελοιοποιούνται και μικραίνουν πολύ, γίνονται ελαφριά, σχεδόν εξατμίζονται. Τα ''καλά'', σε όποιον τα πεις, ακόμα και στον εαυτό σου, αν τα λες συχνά, αποδυναμώνουν επίσης, είναι απελπιστικό αυτή τη φορά. Θέλει προσοχή.

Μου τελειώνουν τα τσιγάρα, επίσης, Μπου. Καπνίζουμε πολύ.

Συνειδητοποιώ ότι όποιο στόχο κι αν καταγράψω στο τεφτέρι μου, μετά τον ορισθέν χρονικό διάστημα διεκπαιρέωσης του, πάντα τον φτάνω, κουτσά-στραβά, κάπως. Είναι καλό αυτό, πρέπει να χαλαρώσω, μια χαρά τα πας.

Βασιλικά τσιγάρα, σίδερο παντελονιού και πουκαμίσας, ανακάτωμα στομαχιού από το τσιγάρο το πολύ, με υπολογιστή συγκατοίκου αγαπητού, το κάθε μελλοντικό έργο πρέπει να είναι καλύτερο, φωσφοριζέ καρδούλες, πολλά ντουζ, να πουλήσεις κανένα έργο, ήταν επιλογή σου, ξεκινάνε τα μαθήματα του μεταπτυχιακού, για τους άλλους, δε θέλω να πάω, βοήθεια γονέων, έχασα και ξαναβρήκα το γάιδαρο και το κόκκινο στυλό.

Πρέπει να μένει μόνος του κανείς, όσο τρομαχτική κι αν είναι η αίσθηση, το να μη μπορείς να μιλήσεις σε κανέναν, ξημερώματα. Αφού στη πραγματικότητα μόνο έτσι όντως σκέφτεσαι, αφού στη πραγματικότητα αυτά δε λέγονται, όσο κι αν νομίζεις ότι εκείνη τη στιγμή χρειάζεσαι τη φίλη σου. Μόνο έτσι κοιτάς τον εαυτό σου στο καθρέφτη σου. Αν δε σ' αρέσει δε φταίει η μοναξιά.


Ανδρέας Εμπειρίκος, Υψικάμινος,

Γαλούχησις Φορβάδων : Κυκλικώς ξεκινώντας φθάσανε τα θρύψαλλα του τηλεβόλου ενωρίτερα και από τον γδούπο του φωτός. Μία δεσποινίς σηκώθηκε μέσα στο σκότος και αντικατεστάθη αμέσως από άλλη δεσποινίδα η οποία παρέθεσε γαμήλιο προπόνημα σε συσχετισμένες αναλαμπές εικοσακισχιλίων αιώνων. Αλλά η απαίτησις των κρίνων δεν εξεπληρώθη γιατί το ράπισμα του κηπουρού διετράνωσε την λευκότατη επιδερμίδα της νέας μέρας και ζωήρεψε το φέγγος του άσπιλου στήθους της λέξι προς λέξι και σχδόν διαγωνίως.

Το βα-βα των κροάκων : Μοιάζουμε με ελαστικά κουνήματα κυμαινόμενου όρους. Μία τρίχα αρκεί για να σταματήσει η ρευστοποίησις των υποσχέσεών μας. Μία έλιξ στριφογυρίζει μέσα μας και κόβει τους λαιμούς των πετεινών και τα βυζιά της κάθε περιττής περόνης. Έξω το φως και τα σκουπίδια της αυγής. Έξω το μπάρκο - μπέστια και των θείων και των κονίκλων. Ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων. Οι πράξεις θέλουν άχυρα τα φίδια κρεμαστούς μπαξέδες από γλοιώδεις πλοκάμους μιας εσπερίδος.

Είναι πολύ καλά τα δανεισμένα από φίλους βιβλία, σαν στη κατάλληλη στιγμή, σχεδόν πάντα. Ποτέ δε μου άρεσε ο Εμπειρίκος, τώρα κάτι αρχίζει να κινείται μέσα μου. Εντύπωση μου κάνει που άρεσε στη συνοδοιπόρισσα χρόνια πριν, είμασταν τόσο μικρά! Όπως και ο Hieronymous Bosch!!! Τελικά καθένας έχει το μονοπατάκι του, δε κάνει να το κρίνεις, γιατί κάποτε ίσως καταλάβεις γιατί το επέλεξε, τί λουλούδια βλέπει εκεί και ακολουθεί και πάει. Χαζή παρομοίωση αλλά αυτό μου κατέβηκε.


Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Φυσικό Αέριο !!!^+¨¨">/



Ξύπνησα για λόγους ανωτέρας βίας...


Ήπια χυμό, έκανα τη δουλειά..




Πάω να συμπληρώσω το.. ωράριο ύπνου, δίπλα του*


Είναι ωραίο αυτό το πρωί, σχεδόν δε θέλω να ξανακοιμηθώ (!)




H Ιεροτεστία της Άνοιξης. Igor Stravinsky

Το έχει κάνει και "παιδικό" η disney, στο ''fantasia''. όταν ήμουν μικρή μου φαινόταν τρομαχτικό. τώρα μου αρέσει πολύ. πάρα πολύ. Ευτυχώς που υπάρχει και η μουσική. Δε με νοιάζει πια το ''επικό αίσθημα'' , δεν έχω πια την ανάγκη να συρρικνωθώ, να λουφάξω, να κουλουριαστώ σε μια δίνη όπως παλιά με τη μουσική.

Θαυμάζω την αρτιότητα του έργου, τη γέννησή του, την ολοκληρωμένη σκέψη και εκτέλεση. Είναι ένας άλλος κόσμος, ο κόσμος ->του<- με σάρκα και οστά, του έδωσε σάρκα και οστά, με παρτιτούρες, χαρτί - μελάνι, χορδές, ξύλα, αέρα, πνοή, κρουστά, ένα ξυλαράκι να διευθύνει, με τη φωνή του, με τις λέξεις του, με το χέρι του, το αυτί του, τη καρδιά του να νοιώθει, το μυαλό του να συνδυάζει, τα γυαλιά του, τα ρούχα του, το φως που τον φώτιζε, το πιάνο του (αν αληθεύει η ταινία), το δωμάτιό του, την αίθουσα που πρωτοπαίχτηκε, τα κοντραμπάσα.

Άλλες εικόνες, σου τις δίνει μέσα σου, μια αίσθηση, ακούς αυτό που του λέει, χωρίς να σου επιβάλλεται, χωρίς να καταλαβαίνεις κάτι, συμμετέχεις. Τρομάζεις, χαίρεσαι, κατασκοπεύεις, βουλιάζεις και ανατάσσεσαι σ' αυτό που εκείνος έφτιαξε.