Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Fernando Pessoa,

Απόσπασμα από το Βιβλίο της Ανησυχίας.

Επιτέλους ηρεμώ. Όλα τα ερείπια και τα κατάλοιπα εξαφανίζονται απ' τη ψυχή μου, σα να μην υπήρξαν ποτέ. Να' μαι μόνος και γαλήνιος. Η στιγμή που ζω είναι παρόμοια μ' εκείνη κατά την οποία θα προσηλυτιζόμουν σε μια θρησκεία. Κι όμως τίποτα δε με τραβάει ψηλά, έστω κι αν επίσης τίποτα δε με τραβάει χαμηλά. Νιώθω ελεύθερος, σα να είχα πάψει να υπάρχω χωρίς παρ' όλα αυτά να χάσω τις αισθήσεις μου.

Ηρεμώ, ναι, ηρεμώ. Μια βαθιά, γλυκιά σαν κάτι το περιττό, κατεβαίνει μέχρι τα τρίσβαθα του είναι μου. Έχω ήδη διαβάσει τις σελίδες μου, έχω εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μου, τα γεγονότα και οι συμπτώσεις της ύπαρξης -όλα έχουν μετατραπεί σ' ένα αόριστο ημίφως, σ' ένα μόλις ορατό φωτοστέφανο, που περικυκλώνει κάτι ήρεμο που δε ξέρω τι είναι. Οι προσπάθειες που έκανα βάζοντας καμιά φορά τη λησμονιά της ψυχής μου, οι σκέψεις που έκανα βάζοντας καμιά φορά τη λησμονιά της δράσης - μετατρέπονται σ' ένα είδος στοργής απαλλαγμένης από συγκίνηση, σ' ένα είδος τετριμμένης και κενής συμπόνιας.

Όλα αυτά δεν προέρχονται από τη γλυκιά, τρυφερή, συννεφιασμένη μέρα με τους αργούς ρυθμούς. Ούτε απ' αυτή την αύρα που μόλις έχει αρχίσει να σηκώνεται - σχεδόν τίποτα, μετά βίας κάτι παραπάνω απ' τον αέρα που νιώθεις ήδη να τρεμουλιάζει. Ούτε απ' το ανώνυμο χρώμα του ουρανού, με τις αχνές γαλάζιες κηλίδες εδώ κι εκεί. Όχι, όχι, γιατί δεν αισθάνομαι. Βλέπω χωρίς πρόθεση να δω, και βλέπω χωρίς γιατρικό. Συμμετέχω προσεκτικά σ' ένα ανύπαρκτο θέαμα. Δε νιώθω να έχω ψυχή αλλά γαλήνη. Τα εξωτερικά πράγματα, πεντακάθαρα κι ακίνητα ακόμα κι αν σαλεύουν, μου φαίνονται όπως θα φαινόταν ο κόσμος στο Χριστό, όταν ο Σατανάς ήρθε από ψηλά για να τον βάλει σε πειρασμό. Τα πράγματα δεν είναι τίποτα, και καταλαβαίνω γιατί ο Χριστός δεν παρασύρθηκε. Δεν είναι τίποτα, κι αυτό που δε καταλαβαίνω είναι πώς ο Σατανάς, τόσο γέρος και τόσο σοφός, πίστεψε ότι μπορεί να βάλει σε πειρασμό με τόσο μικρό αντάλλαγμα.

Κύλα ανάλαφρη, ω ζωή, που καθόλου δε σε νιώθουμε, ρυάκι της κινούμενης σιωπής, που γλιστράς κάτω απ' τα δέντρα της λησμονιάς! Κύλα χαιδεύοντάς μας, ψυχή, που κανείς δε σε γνωρίζει, ψιθυρίζοντας ότι κανείς δεν μπορεί να δει πίσω απ' τα γερμένα κλαδιά! Κύλα άχρηστη, κύλα χωρίς λόγο, συνείδηση, που δεν είσαι τίποτα, αόριστη λάμψη που αστράφτει μακριά, στο κοίλο των φύλλων, συνείδηση, που κανείς δεν ξέρει από πού έρχεσαι ούτε που πας! Κύλα, κι άφησέ με να ξεχάσω!

Αβέβαιη ανάσα αυτού που δε τόλμησε να ζήσει, γουλιά που πίνει μονοκοπανιά αυτός που δεν μπόρεσε να νιώσει, ανώφελο μουρμούρισμα αυτού που δεν θέλησε να σκεφτεί -πέρνα αργά, πέρνα σιγανά, υπόμεινε τους χειμάρρους όπου σ' έχουν φυλακίσει και την πλαγιά που σε υποχρεώνουν να κατέβεις, πήγαινε κατά τα σκοτάδια ή το φως, τ' αδέρφι του κόσμου, κατά τη δόξα ή την άβυσσο, τ' αδέρφι του Χάους και της Νύχτας - αλλά θυμήσου, σε κάποια σκοτεινά βάθη του εαυτού σου, ότι οι Θεοί ήρθαν μετά από σένα, κι ότι ακόμα κι οι Θεοί περνούν με τη σειρά τους.

(Ένα χρόνο πριν το θάνατό του)



3 σχόλια:

  1. Τι ωραίο! Ευχαριστούμε για την αντιγραφή! Το βιβλίο είναι ένα από τα λίγα που έχω κουβαλήσει μέχρι το Λονδίνο. Δεν μπορούσα να το αποχωριστώ!

    Δεν ξέρω αν γνωρίζεις έναν ενδιαφέροντα ζωγράφο, συνεργάτη του Πεσσόα στο περιοδικό που εξέδιδε, το Orfeu. Πρόκειται για τον Jose de Almada Negreiros, ο οποίος άφησε μάλιστα ένα πορτραίτο του Πεσσόα που μου αρέσει πολύ. Τόσο ώστε να το έχω αυτήν την περίοδο στο ντέσκτοπ μου!

    Ορίστε:

    http://www.flickr.com/photos/nfcastro/2418952717/

    Και πάλι ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Γι' αυτό σαν μια μέρα όλο ζέστη / νιώθω θλιμμένος που την απολαμβάνω τόσο / κι απλώνομαι παράμερα και πάνω στα χορτάρια / και κλείνω τα μάτια ολόζεστα / νιώθω το κορμί μου ολάκερο να έχει αναποδογυρίσει στην πραγματικότητα / ξέρω την αλήθεια κι είμ' ευτυχισμένος"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. de ton gnwriza to zwgrafo, s' efxaristw!!! :) re, o Pessoa einai teleios, apla teleios..

    efxaristw sunnefoula *****

    ΑπάντησηΔιαγραφή